υπεκχωρώ

υπεκχωρώ
-έω, Α
1. απομακρύνομαι, αποσύρομαι, φεύγω κρυφά, χωρίς να γίνω αντιληπτός («ὑπεξεχώρεε ἐμπρήσας τε τὰς Ἀθήνας», Ηρόδ.)
2. (με δοτ.) αποσύρομαι παραχωρώντας την θέση μου σε άλλον
3. αποφεύγω, διαφεύγω («τὸ δ' ἀθάνατον, σῶν καὶ ἀδιάφθορον οἴχεται ἀπιὸν... ὑπεκχωρῆσαν τῷ θανάτῳ», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + ἐκχωρῶ «αποχωρώ, αποσύρομαι, παραχωρώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • υπεκχωρητικός — ή, όν, Α [ὑπεκχωρῶ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε υπεκχώρηση …   Dictionary of Greek

  • υπεκχώρησις — ήσεως, ἡ, Α [ὑπεκχωρῶ] έκκριση, αποβολή με ευκοιλιότητα («ἡ κοιλίη ὁπόταν ὑπεκχώρησιν μὴ ποιέῃ τὴν μετρίαν», Ιπποκρ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”